περιοργης

περιοργης
    περιοργής
    περι-οργής
    2
    крайне разгневанный, весьма раздраженный Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "περιοργης" в других словарях:

  • περιοργής — very angry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοργής — ές, Α γεμάτος οργή, πολύ οργισμένος. επίρρ... περιοργῶς με πάρα πολλή οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλ οργής] …   Dictionary of Greek

  • περιοργῆ — περιοργής very angry neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιοργής very angry masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιοργής very angry masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοργεῖς — περιοργής very angry masc/fem acc pl περιοργής very angry masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοργῶς — περιοργής very angry adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • περιοργώς — Α βλ. περιοργής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»